Όπως αναφέρεται και στο παρακάτω κείμενο, «το παρών άρθρο αποτελεί προσαρμοσμένη μορφή της περίληψης της έρευνας η οποία έγινε για λογαριασμό του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου με σκοπό της πληροφόρησης του βασικών δεδομένων σε σχέση με την περίοδο της χούντας».
Η αφορμή για την μετάφραση και δημοσίευσή του είναι οι πρόσφατες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις οι οποίες εκτός οτι οδηγούν στον εκφασισμό της κοινωνίας τείνουν επίσης να αγιοποιούν καθεστώτα όπως η δικτατορία του Μεταξά και η επταετία της χούντας.
Το παρακάτω κείμενο παρότι δημοσιεύεται πρώτη φορά το 1975 απαντά και καταρίπτει με καθαρό τρόπο μια σειρά απο επιχειρήματα τα οποία εκφράζονται από τον ακροδεξιό - φασιστικό - εθνικοσοσιαλιστικό χώρο σχετικά με την περίοδο της χούντας.
Πηγή: Journal of the Hellenic Diaspora Vol 2 (1975)
Permanent URL: http://hdl.handle.net/10066/4929
Η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974): Μια επισκόπηση [*]
του Βασίλη Καφίρη
Κατά την
δεκαετία προ της δικτατορίας η ελληνική οικονομία, ιδίως στη νομισματική συγκρότησή
της, ήταν σε γενικές γραμμές υγιής. Μεταξύ των ετών 1961 και 1966, το ΑΕΠ της
Ελλάδος αυξανόταν με σταθερό ποσοστό της τάξης του 7% το χρόνο ενώ το κατά
κεφαλήν εγχώριο προϊόν αυξανόταν κάθε χρόνο κατά 6,3%, με σταθερές τιμές του
1958. Η βιομηχανική παραγωγή επίσης αυξανόταν κατά 9% το χρόνο ενώ η ετήσια
αύξηση των τιμών ήταν μόλις της τάξης του 3%. Παρόλη την νομισματική σταθερότητα,
υπήρχαν όμως δομικές ελλείψεις οι οποίες μπορούσαν να υπονομευόσουν την όποια
μακροπρόθεσμη σταθερότητα και ανάπτυξη της οικονομίας. Για παράδειγμα, με σκοπό
να επιτευχθεί νομισματική σταθερότητα, η δεξιά κυβέρνηση του Καραμανλή
διατηρούσε τους μισθούς και μεροκάματα σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η κυβέρνηση είχε
επίσης επικεντρώσει τις επενδύσεις τις σε λιγότερο παραγωγικά εγχειρήματα
υποδομής, όπως, για παράδειγμα, δρόμοι, εξηλεκτρισμός, τουρισμός και βιομηχανία.
Επιπροσθέτως, μολονότι της προσοχής που διδόταν στην βιομηχανία, η ανάπτυξη της
δεν ήταν ουσιαστική. Οι παραπάνω ανεπάρκειες δημιούργησαν ανεργία καθώς και αύξησαν
τα ποσοστά της μετανάστευσης. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 η ανεργία
ήταν κατά κάτι μειωμένη ως αποτέλεσμα της εισόδου ξένων κεφαλαίων ως πρόσχημα
για εισαγωγή νέων τεχνολογιών και διοικητικών μεθόδων. Παρόλα αυτά, η παραπάνω
πολιτική είχε ως αποτέλεσμα τις προστριβές του παλατιού με εγχώρια αλλά και
ξένα μονοπώλια με τραγικά αποτελέσματα.
Παρότι η
χούντα του 1967 διατήρησε τα ποσοστά ανάπτυξης και εργασίας, τα οποία είχαν ήδη
διαμορφωθεί προ της δικτατορίας, η επεκτεινόμενη νομισματική και δημοσιονομική
πολιτική της, ιδίως σε «μη παραγωγικούς» τομείς της οικονομίας ανέτρεψε την προϋπάρχουσα
νομισματική σταθερότητα και προξένησε έντονο πληθωρισμό, όμοιο αυτού της
μεταπολεμικής περιόδου. Η αποτυχία της χούντας του 1967 είναι ακόμα περισσότερο
εμφανής στον αγροτικό τομέα ο οποίος απασχολεί το 44% του εργαζόμενου ελληνικού
πληθυσμού. Αντί της πενταετούς πρόβλεψης του καθεστώτος για 5,2% πραγματικής
ανάπτυξης, η αγροτική οικονομία αναπτύχτηκε κατά μόλις 1,8% στην περίοδο
1967-1974, σε αντίθεση του 4.2% κατά την περίοδο 1963-1966. Για πρώτη φορά κατά
αυτήν την περίοδο η Ελλάδα γνώρισε αποδιοργάνωση στην παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων
όπως σταφίδα, μήλα, σουλτανίνα, ελιές, βερίκοκα και λοιπά. Επίσης, το κατά
κεφαλήν αγροτικό εισόδημα έπεσε από το 55% το 1970 στο 43% του μέσου κατά
κεφαλήν εθνικού εισοδήματος του 1970. Η συρρίκνωση του αγροτικού τομέα ήταν
αποτέλεσμα της ακολουθούμενης αγροτικής πολιτικής του καθεστώτος η οποία
προέβλεπε μειώσεις στις επιδοτήσεις, δραστικό έλεγχο τιμών στα αγροτικά προϊόντα,
και είχε ως αποτέλεσμα την συρρίκνωση των επενδύσεων στον ιδιωτικό αλλά και
δημόσιο τομέα της αγροτικής οικονομίας. Η κατάσταση της αγροτικής οικονομίας
κατά την περίοδο της χούντας όχι μόνο συνεισέφερε στον εκπατρισμό αγροτών και
εργατών σε χώρες του εξωτερικού, κάτι το οποίο ανάγκασε τον Παπαδόπουλο να
εισάγει φθηνό εργατικό δυναμικό από την Αφρική, αλλά και οδήγησε και σε μια
άνευ προηγουμένου ανάγκη για εισαγωγή αγροτικών προϊόντων, συνεισφέροντας στο
πρόβλημα του ισοσκελισμού του εμπορίου.
Η πολυσυζητημένη,
από τη Χούντα, ανάπτυξη στη βιομηχανία φαίνετε ότι δεν υπήρξε παρά μια ψευδαίσθηση.
Πρώτον, μια τέτοια ανάπτυξη ήταν τραγικά άνιση με κάποιες σημαντικές βιομηχανίες
να παραμένουν στάσιμες είτε να παράγουν ελάχιστα. Δεύτερον, η ανάπτυξη των τομέων
της μεταλλουργίας, μεταφορών, χημείας και ηλεκτρικών υποδομών είχαν περιοριστεί
στα χέρια λίγων βιομηχάνων οι οποίοι ανήκαν σε εγχώρια ή ξένα μονοπώλια φιλικά
προσκείμενα προς το καθεστώς, όπως οι Ωνάσης, Παππάς και Νιάρχος. Οι
βιομηχανίες τους είχαν το ελεύθερο να εξάγουν προϊόντα και κέρδη καθώς επίσης
ευνοούνταν με γενναιόδωρες παροχές όπως για παράδειγμα φθηνό συνάλλαγμα,
φορολογικά προνόμια, εισαγωγή μηχανημάτων χωρίς δασμούς, φθηνό εργατικό
δυναμικό κ.α. Οι ασύμμετρες παροχές είχαν ως αποτέλεσμα την ανισότητα κερδών
μεταξύ των μεγάλων και μικρών βιομηχάνων και βιοτεχνών και συνεπώς τη διάνοιξη
του χάσματος μεταξύ των ευνοημένων και μη ευνοημένων ομάδων της ελληνικής
κοινωνίας.
Με μια
σειρά συνταγματικά κατοχυρωμένων νόμων, όπως ο 89/1967 και 378/1968, το
καθεστώς παρείχε απαλλαγή από δασμούς και άλλες επιχορηγήσεις στην ναυτιλία,
βιομηχανία, εμπορικά και τουριστικά εγχειρήματα, ιδίως σε αυτά που ελέγχονταν
από ξένες επιχειρήσεις. Παρά των παραπάνω προνομίων, τα φορολογικά έσοδα από
τις ναυτιλιακές εταιρείες μειώθηκαν από 109 εκατομμύρια δραχμές το 1968 σε 29 εκατομμύρια
το 1972, περίοδο κατά την οποία ο ελληνικός στόλος αυξήθηκε κατά 16,7
εκατομμύρια τόνους. Επιπροσθέτως και κάτω από ορισμένες συνθήκες, ο τουρισμός,
η μεταλλουργία και άλλες βιομηχανίες αφέθηκαν στο να ελαττώσουν τα έξοδα τους
για συνεισφορά προς την δημόσια ασφάλεια με το νομικό διάταγμα 1078/1971. Παρότι,
κάτω από διαφορετικές συνθήκες τα κίνητρα που δόθηκαν θα μπορούσαν να έχουν
δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, το εύρος στο οποίο δόθηκαν και
ο μονοπωλιακός χαρακτήρας της αγοράς οδήγησαν στην ενδυνάμωση των ελληνικών μονοπωλίων
τα οποία πλέων δρούσαν σε καθεστώς σχεδόν πλήρους φοροαπαλλαγής. Επιπροσθέτως,
το πλείστων αυτών των παροχών ήταν άμεσα σχετιζόμενο με τις διασυνδέσεις
επιφανών Ελλήνων και ξένων βιομηχάνων με το δικτατορικό καθεστώς. Με 300
συγκεκριμένα μέτρα το εγχώριο και ξένο κεφάλαιο αφέθηκε ελεύθερο στο να
κυνηγήσει το κέρδος χωρίς την ελάχιστη ανησυχία για την μελλοντική οικονομική ανάπτυξη
της χώρας και του ελληνικού πληθυσμού που θα σήκωνε το βάρος.
Αυτό που είναι
ανησυχητικό είναι ότι το ποσοστό ανάπτυξης των ιδιωτικών επενδύσεων παγίου
κεφαλαίου μειώθηκε από 57% το 1964-66 σε 32% το 1967-1969 και σε 39% το
1970-72. Ενώ οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν σημαντικά, ο ρυθμός μείωσης των
ιδιωτικών επενδύσεων ήταν ικανά μεγάλος ώστε να αντισταθμίσει αυτό το κέρδος. Κατά
συνέπεια το σύνολο των επενδύσεων έπεσε από το 46% το 1964-1966 σε 39% το
1970-1972. Πέραν της σημασίας του παραπάνω, η ποιότητα των ακαθάριστων επενδύσεων
παγίου κεφαλαίου επίσης δεν ήταν ικανοποιητική. Συγκεκριμένα, οι ακαθάριστες
επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην βιομηχανία έδειξαν μείωση, σε σταθερές τιμές, από
12% το 1964-66 σε 10% το 1970-72, ενώ η μείωση στην αγροτική οικονομία ανήλθε
σε 15% και 11% αντίστοιχα. Αναφορικά με τις δημόσιες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου,
το καθεστώς του 1967 ξόδεψε λιγότερα, σε συγκριτικό επίπεδο, για την βελτίωση
και επέκταση της αγροτικής οικονομίας και βιομηχανίας. Παρόλα αυτά, και για προπαγανδιστικούς
λόγους, σημαντικά ποσά δημοσίου χρήματος δόθηκαν σε πρόσωπα φιλικά προς το
καθεστώς είτε στα πλαίσια ανάπτυξης υπηρεσιών κοινής ωφελείας είτε για μικρής κλίμακας
και τοπικού ενδιαφέροντος εγχειρήματα.
Η πλέων
τραγική αποτυχία του καθεστώτος ήταν στον τομέα του ισοσκελισμού του εμπορίου.
Το έλλειμμα του εμπορίου το 1973 ήταν πέντε φορές μεγαλύτερο από αυτό του 1968.
Οι μετριοπαθείς αυξήσεις στις εξαγωγές δεν ήταν ικανές να ισοσκελίσουν την ραγδαία
άνοδο των εισαγωγών. Τα καταναλωτικά προϊόντα, κυρίως τρόφιμα, αποτελούσαν το
70% των συνολικών εισαγωγών και μέρος των, όπως αναφέρονταν, κεφαλαιακών αγαθών
αποτελούνταν από πλήρως ή μερικώς συναρμολογημένο εξοπλισμό σχετικό με τον
εξηλεκτρισμό της Ελλάδος. Οι εισαγωγές αυξήθηκαν ταχύτερα από την εγχώρια
κατανάλωση και το σύνολο ακαθάριστων επενδύσεων ως αποτέλεσμα της νομισματικής
και δημοσιονομικής πολιτικής του καθεστώτος.
Οι εξαγωγές
αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν από το 63% του συνόλου των εξαγωγών το 1968 στο
48% το 1972 ενώ η κάποια άνοδος στις εξαγωγές βιομηχανικών αγαθών ήταν
σχετιζόμενη με μόνο λίγες βιομηχανίες ελεγχόμενες από εγχώρια ή ξένα μονοπώλια.
Η άδηλη εισαγωγή χρήματος από μετανάστες, ναυτιλία και τουρισμό αυξήθηκαν σημαντικά
αλλά κατά τα δύο τελευταία χρόνια της δικτατορίας το ποσοστό των άδηλων
πληρωμών αυξανόταν ταχύτερα από αυτό των άδηλων εισπράξεων. Το έλλειμμα τρεχουσών
συναλλαγών[i] το οποίο αυξήθηκε κατά οχτώ φορές μεταξύ του 1967 και 1972 δεν μπορούσε να
ισοσκελιστεί από την αυξανόμενη και συντονισμένη εισροή κεφαλαίων. Ως αποτέλεσμα,
το βασικό ισοζύγιο, το οποίο αποτελεί καλύτερο κριτήριο για την ερμηνεία των
εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας, μετατράπηκε από ένα μέσο πλεόνασμα της τάξεως
των 14,6 εκατομμυρίων δολαρίων το 1960-66 σε μέσο ελλειμματικό της τάξεως των
117,0 εκατομμυρίων το 1967-73. Προς αποκατάσταση αυτής της ανισσοροπίας και ως
αποτέλεσμα της ασθενούς οικονομικής εξέλιξης, το καθεστώς αρκέστηκε στον
αναγκαστικό δανεισμό.
Εν μέσω ανησυχίας
στο να δεχτεί ξένα κεφάλαια, ώστε να ισορροπήσει το πρόβλημα ισοσκελισμού
προϊόντος, η χούντα επιμήκυνε τις φορολογικές και εισφορικές απαλλαγές σε ξένα
και εγχώρια μονοπώλια στους τομείς της βιομηχανίας, του εμπορίου και της
ναυτιλίας. Για επιτευχθεί αυτό η χούντα εκμεταλλευτικέ το σύνταγμα του 1952 αλλά
και το δικό της του 1968, τα οποία συμπεριελάμβαναν άρθρα σχετικά με την
προστασία ξένων επενδύσεων. Τα εν λόγο συντάγματα απαγόρευαν οποιεσδήποτε
αλλαγές εκτός αυτών που θα μπορούσαν να αυξήσουν τα οφέλη των μονοπωλίων.
Παρόλα αυτά, και προς δυσαρέστηση της χούντας, επετεύχθησαν λιγότερες από τις
μισές προβλεπόμενες εισροές. Σε σύγκριση με την περίοδο 1962-66 όπου ο λόγος
των πραγματικών προς τις εγκεκριμένες επενδύσεις ήταν 73%, ο ανάλογος λόγος το
1967-70 ήταν 13%. Επιπροσθέτως, το ποσοστό του εξαγόμενου χρήματος αυξήθηκε, μονοπώλια
δημιουργούνταν και η διαφθορά ήταν εμφανής σε σχετικές συναλλαγές. Η χούντα
ήταν πάντα φιλική προς το εγχώριο κεφάλαιο και πρόθυμη να το βοηθήσει στην εκμετάλλευση
του ελληνικού λαού. Ωστόσο, η ακύρωση των παραπάνω απαλλαγών από μια ενδεχόμενη
δημοκρατική κυβέρνηση αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο τροχοπέδη σε μια εκτενή εισροή
ξένων επενδύσεων στη χώρα.
Το άκρον
άωτον της κακής οικονομικής διαχείρισης από την χούντα ήταν ο πληθωρισμός ο
οποίος προκλήθηκε από υπεραύξηση της ζήτησης. Η περίοδος μηδενικής ανεργίας,
λόγο ενός υψηλού ποσοστού μετανάστευσης, ακολουθήθηκε από μια φιλελεύθερη
νομισματική πολιτική «πίστεως» η οποία οδήγησε σε βαθύ πληθωρισμό. Ο λόγος της αύξησης
του διακινούμενου χρήματος εκτινάχθηκε από 7,1% το 1969 σε 28,5% το 1973, ενώ η
παροχή χρήματος, η οποία περιλαμβάνει το διακινούμενο χρήμα και τις προσωπικές καταθέσεις, αυξήθηκε από 8,2% το
1969 σε 22,7& το 1973 αντίστοιχα. Οι προσωπικές καταθέσεις μειώθηκαν από
34,2 δισεκατομμύρια δραχμές το 1972 σε 19,6 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973 – ως
αποτέλεσμα της απώλειας εμπιστοσύνης προς τη δραχμή – προξενώντας μειώσεις στην
κατανάλωση και τις επενδύσεις στη στέγαση και άλλους σχετικούς τομείς.
Τα έξοδα
της κυβέρνησης συνεισέβαλαν σε μια σημαντική αύξηση στην γενική ρευστότητα και σε
πληθωριστική σπείρα. Η γενική ρευστότητα, υπολογίσιμη από τον λόγο της παροχής
χρήματος προς το σύνολο του ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές), αυξήθηκε από 51% το 1966
σε 76% το 1972. Το καθεστώς το οποίο αύξησε την πίστωση κατά παραπάνω από τρείς
φορές από το 1966, ξόδευε λιγότερα (κατά προσέγγιση) για την αγροτική
οικονομία, βιομηχανία, μεταλλευτική και εμπόριο απ’ όσο για λιγότερο παραγωγικούς
τομείς της οικονομίας όπως ναυτιλία, τουρισμός και κατοικία. Το πρόβλημα μεγεθύνθηκε
μέσω των αυξήσεων της πίστωσης για εισαγωγές καταναλωτικών προϊόντων και μέσω
των κοινωνικών εγχειρημάτων τα οποία υιοθετήθηκαν από το καθεστώς για λόγους
προπαγάνδας. Περίπου το 25% τις εκατό του νέου πίστωσης το 1972 ήρθε από φρέσκο
χρήμα το οποίο τυπώθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος – η οποία ήταν υπό τον
έλεγχο του καθεστώτος – και δόθηκε επιλεκτικά σε πιστούς φίλους του καθεστώτος
όπως έμποροι και ανώνυμες εταιρίες.
Η
νομισματική και δημοσιονομική διαχείριση επέφερε υψηλά επίπεδα πληθωρισμού. Η
Ελλάδα με το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού (2,2%) μεταξύ όλων τον χωρών του ΟΟΣΑ
το 1961-71, αντέστρεψε την θέση της το 1973. Ο δείκτης καταναλωτικών τιμών
αυξήθηκε κατά 15,3% από το 1972 έως το 1973 και κατά 37,8% από τον Απρίλη του
1973 μέχρι τον Απρίλη του επόμενου έτους (σε τομείς όπως είδη πρώτης ανάγκης
και υγεία οι οποίοι επηρεάζουν τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα)
διαμορφώνοντας τα υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού. Ο δείκτης χονδρικών πωλήσεων
αυξήθηκε κατά 8% το 1972 και κατά 31.7% το 1973. Το 1973 το ποσοστό του πληθωρισμού
είχε επιφέρει μειώσεις των πραγματικών μισθών κατά 4%. Το επιχείρημα του καθεστώτος
ότι ο υψηλός πληθωρισμός ήταν εισαγόμενος
αποδεικνύεται λάθος εφόσον η επιρροή των τιμών εισαγόμενων προϊόντων στο δείκτη
χονδρικών πωλήσεων κατά τη διάρκεια του 1973-1974 ήταν μόλις περίπου 0,4%.
Η
δημοσιονομική πολιτική της κυβερνήσεως ενδυνάμωσε τις δυσμενής συνέπειες της
νομισματικής κακοδιαχείρισης. Η φορολογική μεταρρύθμιση του 1968 μετέφερε το
φορολογικό φορτίο στους ώμους της εργατικής τάξης ενώ μεγάλες επιχειρήσεις και
εύποροι ιδιώτες απολάμβαναν μεγαλύτερα φορολογικά προνόμια. Οι φοροαπαλλαγές
στα 1971 από 464 μεγάλες επιχειρήσεις ήταν κατά τρείς φορές υψηλότερες από τους
φόρους που είχαν καταβάλει. Επιπροσθέτως, όλες οι κατηγορίες φορολογικών εισφορών,
εκτός αυτών από μισθούς και μεροκάματα, έδειξαν καθοδική πορεία από το 1966,
κάτι το οποίο σχετίζεται με την εύνοια του καθεστώτος προς τις υψηλότερες
κοινωνικοοικονομικές ομάδες.
Το
καθεστώς εισέπραττε το 55% τον φορολογικών εισοδημάτων του μέσω έμμεσων φόρων
και το 36% μέσων άμεσων φόρων από τα νοικοκυριά. Οι κύριοι έμμεσοι φόροι
απευθύνονταν στις χαμηλές και μεσαίες τάξεις μέσω φορολογίας σε προϊόντα και
εισοδήματα. Ενώ το σύνολο των φόρων, ως ποσοστό, του μεικτού εθνικού
εισοδήματος αυξήθηκε από 27,4% το 1966 σε 29,2% το 1972, οι κληρονομικοί φόροι
μειώθηκαν ενώ οι φόροι επιχειρήσεων έδειξαν μείωση της τάξης του 10,9% την
περίοδο 1972-73. Αυτές οι στατιστικές ακυρώνουν τις αξιώσεις του καθεστώτος ότι
κατάφερε καλύτερο διαμοιρασμό των φορολογικών βαρών σε σχέση με την κατάσταση
που υπήρχε προ της δικτατορίας.
Από
πλευρά εξόδων ο διαμοιρασμός των επιχορηγήσεων στο πλαίσιο των συνολικών εξόδων
μειώθηκε από 6,6% το 1966 σε 4.1% το 1973 ενώ το μερίδιο των φόρων του δημοσίου
χρέους αυξήθηκαν από 3.0% σε 4.8%. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 38.7
δισεκατομμύρια δραχμές τον Δεκέμβρη του 1967 σε 87,5 δισεκατομμύρια δραχμές τον
Ιανουάριο του 1973 με στόχο να ενισχυθεί ο ελλειμματικός προϋπολογισμός. Το
ποσοστό των εξόδων για την εκπαίδευση στο σύνολο των γενικών κρατικών εξόδων για
αγαθά και υπηρεσίες μειώθηκε από 11.6% σε 10%. Από την άλλη πλευρά, τα έξοδα
για την «άμυνα» και «δημόσια ασφάλεια» σχεδόν διπλασιάστηκαν στην διάρκεια μιας
πενταετίας. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι το μέγιστο ποσοστό αυτών των
εξόδων χρησιμοποιήθηκε στην ενίσχυση του αστυνομοκρατούμενου κράτους παρά στην
εθνική άμυνα η οποία αποδείχθηκε ανοργάνωτη και αναποτελεσματική κατά τη
διάρκεια της κυπριακής κρίσης.
Τα έξοδα
των κυβερνητικών επενδύσεων αυξήθηκαν από 5,9 δισεκατομμύρια δραχμές το 1967 σε
27,5 δισεκατομμύρια το 1973 παρουσιάζοντας αύξηση 361% μέσα σε εφτά χρόνια. Ως
αποτέλεσμα το έλλειμμα του επενδυτικού δυναμικού ανέβηκε από 4,3 δισεκατομμύρια
δραχμές το 1967 σε 22,1 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973. Το έλλειμμα μέσω ξένων
και εγχώριων δανείων αύξησε σημαντικά το χρέος προς την εγχώριου δανειστές και
το εξωτερικό. Από την άλλη πλευρά, οι παράλληλες
επενδύσεις για δημόσια εγχειρήματα αυξήθηκαν από 14,6 δισεκατομμύρια δραχμές το
1970 σε 27,7 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973 διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τον
εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό της χώρας.
Συνοψίζοντας,
η οικονομική ανάπτυξη υπό του καθεστώτος ήταν σε γενική ανάλυση, πλασματική.
Δεν υπήρχε ανάπτυξη στους ουσιώδεις τομείς της οικονομίας όπως η βιομηχανία και
η αγροτική παραγωγή. Το καθεστώς παρείχε φορολογικά και πιστωτικά προνόμια σε
ξένα και εγχώρια μονοπώλια. Επικεντρώθηκε στην επέκταση των μη παραγωγικών
τομέων όπως τουρισμός, ναυτιλία και στέγαση. Αυτή η κατάσταση αύξησε την
εξάρτιση της χώρας σε ξένες εισαγωγές, συμπεριλαμβανομένων και εισαγωγές
αγροτικών προϊόντων, και επιδείνωσε τα προβλήματα σχετικά του ισοσκελισμού του
εμπορίου. Τα οικονομικά προβλήματα του καθεστώτος χειροτέρευσαν από την
ακολουθούμενη ασθενή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Για να
αποκαταστήσει την ισορροπία του εμπορίου, το καθεστώς κατέφυγε σε αναγκαστικά δάνεια
τα οποία είναι κατώτερες μέθοδοι οικονομικής διαχείρισης. Το καθεστώς άστοχα επιμήκυνε
τις πιστώσεις, κυρίως για εισαγωγές καταναλωτικών προϊόντων, αύξησε σημαντικά
την κυκλοφορία του χρήματος και προξένησε έμμετρη κατανάλωση η οποία είχε ως
αποτέλεσμα τον καλπάζοντα πληθωρισμό ο ποίος είχε αντίκτυπο στα πραγματικά
έσοδα της εργατικής τάξης. Πιθανόν δεν είναι σύμπτωση ότι οι απεργίες, ή οι
ενδεχόμενες απεργίες από αγρότες, οικοδόμους, εργαζόμενους στον τύπο και
δασκάλους, διαφαίνονταν ακόμα πριν από την πτώση του καθεστώτος του
Παπαδόπουλου. Αδιαμφισβήτητα, η απότομη οικονομική πτώση κατά τους τελευταίους
μήνες του 1973 αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την αλλαγή κυβερνήσεων τον
Νοέμβρη του 1973 όσο και τον Ιούλη του 1974.
[*] Το παρών άρθρο αποτελεί προσαρμοσμένη μορφή της περίληψης της έρευνας η
οποία έγινε για λογαριασμό του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου με σκοπό της πληροφόρησης
του βασικών δεδομένων σε σχέση με την περίοδο της χούντας. Οι ενδιαφερόμενοι
αναγνώστες μπορούν να ζητήσουν από τον συγγραφέα την εκτενή ανάλυση η οποία
περιλαμβάνει πλήρεις στατιστικούς πίνακες.
[i] Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αντιπροσωπεύει
την διαφορά μεταξύ του ελλείμματος εμπορικού ισοζυγίου και των άδηλων εσόδων από
ναυτιλία, τουρισμό, εμβάσματα από Έλληνες μετανάστες και λοιπά.